- σκαφίτης
- ο, ΝΑνεοελλ.1. ναύτης που ασχολείται με τις μετακινήσεις τής σκάφης, τής μικρής βάρκας2. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών αμμωνιτοειδών, ζώων που σχετίζονται με το σύγχρονο χταπόδι, το καλαμάρι και τον ναυτίλο και χρησιμεύει ως χαρακτηριστικό απολίθωμα για τις θαλάσσιες αποθέσεις τού κρητιδικούαρχ.ναύτης που οδηγεί σκαφίδα ή μονόξυλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλ-ίτης). Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. scaphites].
Dictionary of Greek. 2013.